Το Πραγματικό Πρόσωπο των Ρασοφόρων κατά την Ζοφερή Οθωμανοκρατία.
Το ότι ο νικητής γράφει κατά κανόνα την Ιστορία ίσως είναι εν πολλοίς γνωστό και άρα κάπου λογικά (αν και μετά βίας) «αποδεκτό», εκείνο όμως που δεν μπορεί κάποιος να καταπιεί εύκολα είναι το να βασίζει ο νικητής αυτός στην από τον ίδιο πλαστογραφία της αλήθειας τις όποιες θρασείς απαιτήσεις του για τωρινή και μελλοντική καταδυνάστευση των ζωών μας. Το κατ’ εξοχήν παράδειγμα μίας τέτοιας θρασύτητας είναι για την εδώ και 22 αιώνες κατακτημένη χώρα μας ο γνωστός εσμός των ρασοφόρων και των πολυώνυμων συνεργατών και υπηρετών τους που δίχως την παραμικρή ντροπή έρχονται να παρουσιάσουν σαν τάχα… εθνοφελή (!!!) την σαφώς αντεθνική, προδοτική, αντιανθρώπινη και παρασιτική δραστηριότητά τους σε όλες τις περιόδους της μεταχριστιανικής Ιστορίας του έθνους των Ελλήνων και κυρίως κατά την λεγόμενη «Τουρκοκρατία» ή, επί το ορθώτερον, Οθωμανοκρατία.
Δεν θα καταναλώσουμε εδώ μεγάλο χώρο για να αντικρούσουμε αυτό το χυδαίο όσο και επικίνδυνο εθνικά ψέμα, καθώς οι στημένες «αλήθειες» των κατακτητών του τόπου μας είναι τόσο διάτρητες που καταρρέουν αμέσως μετά την παράθεση 2 - 3 μόνον στοιχείων όπως λ.χ. οι γνωστές αρλούμπες περί… «Κρυφού Σχολειού» (βασισμένη ιστορικά επάνω σε μία… ζωγραφιά ενός υπέρ το δέον θρήσκου καλλιτέχνη και σε ένα ρομαντικό… ποίημα του δευτέρου ημίσεως του 19ου αιώνος !), περί… ευλογίας του λάβαρου της εθνεγερσίας από τον αντιδραστικό, φιλήδονο και υπερόπτη ρασοφόρο Π. Π. Γερμανό (βασισμένη και αυτή μόνον σε ένα ρομαντικό διήγημα Γάλλου λογοτέχνη) κ.ο.κ. Απλώς, «όλως παραδόξως», σε αυτόν τον τόπο κανείς από εκείνους που πρέπει να μιλάνε αφού παριστάνουν τους εθνικούς «πνευματικούς ταγούς», δεν δείχνει πρόθυμος να ξεμπροστιάσει την αηδιαστική ιστορική απάτη, πράγμα που αποδεικνύει την κατά κυριολεξία ψυχολογική και όχι μόνον τρομοκρατία των θεοκρατών στους πολυπληθείς σκλάβους της.
Ο τόπος μας επιπροσθέτως έχει δε την ιδιορρυθμία να φιλοξενεί εκτός από κατά δήλωση και κατά φαντασία «δημοκράτες» και «διανοούμενους», πάμπολλους επίσης κατά δήλωση και κατά φαντασία «κομμουνιστές», κατά δήλωση και κατά φαντασία «αναρχικούς» και κατά δήλωση και κατά φαντασία «άθεους», που αντί να πράττουν αυτό που στοιχειωδώς πράττουν οι ανά τον κόσμο κανονικοί αντίστοιχοί τους, αυτοί κατεξοχήν γλύφουν και ξαναγλύφουν με πάσαν υποτακτικότητα και χαμέρπεια την απαράδεκτη και ασύδοτη σε όλα τα επίπεδα βυζαντινή θεοκρατία. Ίσως στο πηχτό σκοτάδι των θεοκρατών αισθάνονται περισσότερο οικεία από όσο στο φως του Ελληνικού Πολιτισμού που όντως τρομάζει τους ασήμαντους (ο δικός τους Ιωάννης ο κατ’ ευφημισμόν «Χρυσόστομος», είχε άλλωστε απερίφραστα παραδεχθεί πως «όσο πιο βάρβαρο φαίνεται ένα έθνος και της Ελληνικής απέχει παιδείας τόσο λαμπρότερα φαίνονται τα ημέτερα», Εις Ιωάννην 59. 31. 33)
Εμμένοντας ωστόσο στην διατύπωσή μας ότι οι στημένες «αλήθειες» των κατακτητών του τόπου μας είναι τόσο διάτρητες που καταρρέουν αμέσως μετά την παράθεση 2 - 3 μόνον στοιχείων, θα περιορισθούμε εδώ για το αναγκαίο ξεβράκωμα των εθνο-απατεώνων και εθνο-προδοτών να μεταφέρουμε απλώς (από το τεκμηριωμένο πολύτομο ιστορικό έργο του Τάκη Α. Σταματόπουλου «Ο Εσωτερικός Αγώνας», εκδόσεις «Κάλβος», Αθήνα 1979) κάποια ελάχιστα αλλά συντριπτικά δεδομένα για την πραγματική συμπεριφορά τους έναντι του υπόδουλου στους Οθωμανούς συνεργάτες τους Ελληνισμού.
Κοινό μυστικό αποτελεί λοιπόν το γεγονός ότι οι ρασοφόροι καταπίεζαν αγρίως τους Έλληνες από κοινού με τους Τούρκους και τους κοτζαμπάσηδες (τους «χριστιανούς πασάδες» όπως του αποκαλούσε ο λαός) και επέβαλαν άγρια φορολογία. Ο κάθε χριστιανός ήταν υποχρεωμένος να δίνει το 1/3 του εισοδήματός του (!) στην Εκκλησία, η δε κατοχή άνω του 1/3 περίπου της υποδουλωμένης γης από το Πατριαρχείο και τα μοναστήρια, είχε μετατρέψει κατ’ ουσία τους περισσότερους Έλληνες σε δουλοπάροικους αυτών των, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του επαναστάτη της Άνδρου Δημήτρη Μπαλή, «τουρκαρχόντων». Χαρακτηριστικό είναι ότι 32 από τα 68 χωριά της Χίου ανήκαν στην Εκκλησία και οι σκληρά εργαζόμενοι κάτοικοί τους συντηρούσαν με τον ιδρώτα τους 300 μοναστήρια και 700 εκκλησίες και παρεκκλήσια (και δεν είναι διόλου τυχαίο βεβαίως το ότι ο εκεί μητροπολίτης και οι κοτζαμπάσηδες, όταν τον Μάρτιο του 1822 έφθασαν στο νησί οι επαναστατημένοι Σαμιώτες είχαν κρυμμένους στα σπίτια τους Τούρκους και μαζί πυροβολούσαν τους αγωνιστές της εθνικής ελευθερίας):
«… την αυτήν (με τους κοτζαμπάσηδες) τυραννίαν ήσκει επί του πληθυσμού και ο κλήρος, εισπράττων υπέρ της εκκλησίας βαρέως και κακοτρόπως εγγείους και άλλους φόρους…» (παραπομπή του Σταματόπουλου στο Ραπτάρχη, 61)
όπου αυτό το «βαρέως και κακοτρόπως» σήμαινε πολύ χειρότερα πράγματα από όσο οι δύο λέξεις κάπως κομψά υποδηλώνουν. Το ξυλοκόπημα και ο φάλαγγας ήταν στην ημερήσια διάταξη, ενώ οι επίγειοι «εκπρόσωποι» του Υιού του Ιαχωβά δεν είχαν ενδοιασμό να χρησιμοποιήσουν και κάθε είδους άλλη ψυχική τρομοκρατία, όπως η συνεχής απειλή του αφορισμού και ο ωμός εκβιασμός, αφού, ως γνωστόν, ασκούσαν συν τοις άλλοις ΚΑΙ την δικαστική εξουσία!
Αυτή η άγρια ληστεία θεωρείτο βεβαίως «τακτική» ή «κανονική» ή «χρονιάτικη», διότι η τρομερή αλήθεια είναι πως υπήρχαν συχνά - πυκνά και «έκτακτες» τέτοιες. Στην «κανονική» φορολογία, προστίθεντο απανωτές «αρπαχτές» των ρασοφόρων, όπως τα περιβόητα «εμβατίκια», «φιλότιμα», «ζητείαι», «συνοικέσια», «δίσκοι», «λειτουργικά», «παρρησίαι», «προθέσεις», «ψυχομερίδια» και άλλα ανάλογα, που επιπροσθέτως συμπληρώνονταν συχνά από τις λεγόμενες «απανταχούσες» για έκτακτη οικονομική ενίσχυση («παραμυθία των χρεών» κατά την παπαδίστικη ορολογία) των δεσποτάδων και των λοιπών στελεχών του μαύρου εσμού. Στην σελίδα 151 του Α τόμου του έργου του Σταματόπουλου, διαβάζουμε καθαρά:
«…τους φόρους αυτούς, τους εισέπρατταν τακτικά χωρίς να χαρίζουν ούτε έναν παρά και στην ανάγκη μεταχειρίζονταν και βία».
Ο ίδιος λίγο παρακάτω (σελ. 155), γράφει πως «οι χωρικοί που καταληστεύονταν, φυσικά διαμαρτύρονταν και ακολουθούσαν προστριβές και στάσεις. Και οι δεσποτάδες για να τους πειθαναγκάσουν και να εισπράξουν τα χρήματα… εζήταγαν την ενίσχυση των πασάδων, πράγμα που φανερώνει τον δεσμό της τουρκικής και εκκλησιαστικής ολιγαρχίας» ενώ ο ανώνυμος συγγραφέας της «Ελληνικής Νομαρχίας» αγανακτεί με τους εκατό χιλιάδες «και ίσως περισσότερους μαυροφορεμένους» που «ζώσιν αργοί και τρέφονται από τους ιδρώτας των ταλαιπώρων και πτωχών Ελλήνων». Ο δε ξένος περιηγητής Μπερτόλδυ υπογραμμίζει:
«…ουδεμία απάτη, ουδείς λόγος, ουδεμία δεισιδαιμονία, ουδείς ερεθισμός υπάρχει άγνωστος εις αυτούς… βραδυκίνητοι, φίλαυτοι, δόλιοι, πραγματικές βδέλλες, εκμυζούν το αίμα του λαού».
Η ληστεία της Εκκλησίας κατά των υπόδουλων ραγιάδων υπήρξε άλλωστε και η αιτία για την δυναμική απάντηση των υπό τον Καπετάν Γιώργα Κοσμά κλεφτών του Μωριά, το έτος 1805, που ωστόσο προκάλεσε τον αναθεματισμό τους από τον Πατριάρχη και την εν συνεχεία εξόντωσή τους με την συνεργεία των ίδιων των αποβλακωμένων χριστιανών που έβαζαν τον αφορισμό επάνω και από τις οικογένειές τους και παρέδιδαν οι ίδιοι τους συγγενείς τους στους Τούρκους αν δεν ενώνονταν κιόλας μαζί τους στα αποσπάσματα εξόντωσης των κλεφτών. Όταν ο Γιώργας απήγαγε, εξευτέλισε και έκλεισε σε μία στέρνα τον εκ Γαργαλιάνων πρωτοσύγκελλο Ανδριανόπουλο που είχε βγει στην γύρα για να εισπράξει από τους ραγιάδες τα βαρύτατα «εκκλησιαστικά δικαιώματα», η Εκκλησία κατέφυγε στους Τούρκους και παράλληλα ξεσήκωσε τους Ρωμιούς κατά των «αφορισμένων» (από 12 δεσποτάδες μάλιστα !) επαναστατών. Ο Σταματόπουλος γράφει σχετικά μ’ αυτόν τον τόσο άδικο «χαλασμό της κλεφτουριάς του Μωριά» τον χειμώνα του 1806 που κόστισε την ζωή σε 3 έως 5 χιλιάδες ψυχωμένους Έλληνες άνδρες αλλά και τον θάνατο στους Αιμιαλούς (από τις σφαίρες των χριστιανών κατοίκων της Δημητσάνας έπειτα από προδοσία καλογέρων) του ίδιου του Καπετάν Γιώργα και του Γιάννη Κολοκοτρώνη (αδελφού του Θόδωρου Κολοκοτρώνη που στο παρά πέντε της σφαγής είχε κατορθώσει να διαφύγει με 4 συντρόφους του), των οποίων τα κομμένα κεφάλια περιέφεραν επί εβδομάδες οι δολοφόνοι τους στο Ζυγοβίτσι, την Δημητσάνα και την Τρίπολη:
«Οι δεσποτάδες και οι κοτζαμπάσηδες συμβούλεψαν τους Τούρκους να λάβει μέρος στην εκστρατεία και ο ίδιος ο λαός… Τούρκοι, Ρωμιοί, προεστοί και δεσποτάδες κι όλος ο ντουνιάς να βγούνε μαζί να κυνηγήσουνε τους κλέφτες…».
Υπό αυτά τα δεδομένα, γίνεται βεβαίως ευκόλως κατανοητό το γιατί οι ρασοφόροι εξαρχής στάθηκαν εχθρικοί απέναντι στην όποια προσπάθεια εθνικής απελευθέρωσης. Μη θέλοντας να διακινδυνεύσει αυτή η τρομακτική ασυδοσία τους, ιδίως υπό την απειλή των αντικληρικαλιστικών και γιακωβίνικων ιδεών που τότε κυριαρχούσαν στους επαναστατικούς κύκλους της Ευρώπης, οι πονηροί ρασοφόροι εκτός του ότι κατεδίωκαν συλλήβδην ως «άθεο» όποιον χρησιμοποιούσε απλώς την λέξη «Ελευθερία» (βλ. σχετική αναφορά στην «Ελληνική Νομαρχία»), συνιστούσαν στους αγράμματους πιστούς πάντα τυφλή πίστη στον Χριστό και υποταγή στον Σουλτάνο, συχνά μάλιστα με απίθανα θρασείς παραινέσεις όπως η παρακάτω που διασώζεται στην «Ελληνική Νομαρχία» (172):
«Ο Θεός αδελφοί, μας έδωσεν την τυραννίαν εξ αμαρτιών μας, και πρέπει, αδελφοί, να την υποφέρωμεν με καλήν καρδίαν και χωρίς γογγυσμόν και να ευχαριστηθώμεν εις ό,τι κάμνει ο Θεός» (…)
Αφού υπενθυμίσουμε το απίστευτο ανθελληνικό αίσχος των ρασοφόρων του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως που ακόμη και εν έτει 1828, όταν πια δηλαδή η Επανάσταση είχε τελειώσει και η Ελλάδα είχε κανονικό κυβερνήτη, έστειλαν στον Πόρο 4 μητροπολίτες και τον Μεγάλο Πρωτοσύγκελλο των Πατριαρχείων για να συστήσουν με διάφορες απειλές… υποταγή στον Σουλτάνο (!), θα σταματήσουμε εδώ, τηρώντας την υπόσχεσή μας να παρουσιάσουμε ελάχιστα στοιχεία ικανά όμως να γκρεμίσουν συθέμελα τις ιστορικές απατεωνιές των εθνο-προδοτών που έχουν και από πάνω το θράσος να μας ζητούν… ευγνωμοσύνη γιατί τάχα μας… έσωσαν. «Από τι;» θα τους ρωτήσουμε εμείς. Αυτήν την καταραμένη την ερώτηση που οι εξωνημένοι και χαμερπείς «αρμόδιοι» δεν τολμούν αποδεδειγμένα πια να τους την κάνουν για να μπουν κάποτε τα πράγματα στην πραγματική θέση τους.
Εθνικό είναι μόνον ό,τι είναι αληθινό. Τίποτε άλλο. Και για δαύτους η αλήθεια είναι γενικότερα καταδικαστική, αν όχι κάτι χειρότερο. Δεν θα πάμε σε μεγάλα βάθη χρόνου για να θυμίσουμε τα κρεουργεία της Σκυθοπόλεως, τις απανθρακωθείσες βιβλιοθήκες μας, τους κατεστραμμένους μας Ναούς, τα βεβηλωθέντα αγάλματά μας και τους σφαγμένους ή καμένους φιλοσόφους, ιερείς και αξιωματούχους μας. Θα μείνουμε εκουσίως και γαληνίως στην χρονική ζώνη που εδώ εξετάσαμε και θα αρκεσθούμε στην μαρτυρία του περιηγητή Gell που τονίζει ότι οι υπόδουλοι Έλληνες αναμεταξύ των έλεγαν ότι οι ρασοφόροι αποτελούσαν την πρώτη πληγή, οι κοτζαμπάσηδες την δεύτερη και οι Τούρκοι την τελευταία (!).
Καλό θα ήταν λοιπόν, όσο γίνεται νωρίτερα μάλιστα, να βγουν επισήμως και να ζητήσουν ταπεινά, όπως άλλωστε διδάσκουν για τους… άλλους, συγχώρεση από το Ελληνικό Έθνος για τα μακροχρόνια και αμέτρητα εγκλήματά τους εναντίον του, αποδεικνύοντάς το φυσικά και εμπράκτως, παύοντας δηλαδή εφεξής κάθε επίθεση κατά του Εθνισμού μας. Γιατί οι καιροί είναι εξαιρετικά αμείλικτοι πλέον για τα κάθε είδους ψέματα και αύριο - μεθαύριο, καθώς τίποτε δεν τους εγγυάται ότι εσαεί σε τούτον τον τόπο θα μπορούν να έχουν στην διάθεσή τους εξωνημένους και τιποτένιους Ρωμιούς να τους γλύφουν, να τους υπηρετούν και πολλαπλώς να τους χαϊδεύουν, κάποιες επόμενες γενεές Νεοελλήνων που δεν θα μαστίζονται από άγνοια και ασυνειδησία, σίγουρα θα τους πάρουν με τις πέτρες. Βλάσης Ρασσιάς
(Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Διιπετές», τεύχος 54, Ιούλιος «2004»)
.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου